εγγυώμαι — και εγγυούμαι (AM ἐγγυῶ, άω Μ και ἐγγυοῡμαι και ἐγγυώνω) δίνω ενέχυρο ή εγγύηση αρχ. 1. μνηστεύω, αρραβωνιάζω την κόρη μου 2. υπόσχομαι, διαβεβαιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εγγυώ θεωρήθηκε είτε παράλληλος τ. τού εγγύη* είτε παράγωγο αυτού] … Dictionary of Greek
εγγύη — ἐγγύη, η (AM) ό,τι δίνεται ως ενέχυρο, εγγύηση ή ασφάλεια αρχ. 1. συνεκδ. αυτό που καταβάλλεται ως εγγύηση 2. μνηστεία στην Αθήνα κατά την οποία ο πατέρας τής νύφης τήν έδινε στον γαμπρό μπροστά σε μάρτυρες 3. (κατά τον Ησύχιο) «σημεῑον ἐν… … Dictionary of Greek
έγγυος — ἔγγυος, ον (Α) 1. εγγυημένος, εξασφαλισμένος 2. ασφαλής 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγγυος ο εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Το έγγυος ως επίθ. «εγγυημένος» προήλθε ίσως κατ απόσπαση από μεταγενέστερα σύνθετα, εκτός αν θεωρηθεί και αυτό (όπως και το ουσ. έγγυος… … Dictionary of Greek
ανεγγύητος — η, ο αυτός για τον οποίο δεν δόθηκε εγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγγυώ ( άω). Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Αδαμάντιο Κοραή (1748 1833)] … Dictionary of Greek
διεγγυώ — διεγγυῶ ( άω) (Α) [εγγυώ] Ι. 1. δίνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου 2. υπόσχομαι 3. παρέχω εγγύηση, ασφάλεια 4. παρέχω ως ενέχυρο 5. υποθηκεύω την περιουσία μου II. διεγγυώμαι 1. παίρνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου 2. βρίσκω εγγυητή … Dictionary of Greek
εγγυητής — ο (θηλ. εγγυήτρια) (AM ἐγγυητής) [εγγυώ] αυτός που δίνει εγγυήσεις μσν. όμηρος … Dictionary of Greek
εγγυητικός — ή, ό (AM ἐγγυητικός, ή, όν Μ και ἐγγυτικός, ή, όν) [εγγυώ] αυτός που αναφέρεται στην εγγύηση μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγγυητικό(ν) έγγραφο με το οποίο συμφωνείται η εγγύηση … Dictionary of Greek
εγγύηση — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει … Dictionary of Greek
εξεγγυώ — ἐξεγγυῶ, άω (Α) [εγγυώ[ 1. παραδίνω δούλο σε κάποιον με εγγυήσεις για να ανακριθεί 2. ελευθερώνω δίνοντας εγγύηση … Dictionary of Greek
κατεγγυώ — κατεγγυῶ, άω (Α) 1. (για πατέρα που δίνει την κόρη του σε γάμο) υπόσχομαι να δώσω, μνηστεύω, αρραβωνιάζω («σοὶ δὲ παῑδ ἐγὼ κατεγγυῶ», Ευρ.) 2. (ως αττ. νομ. όρος) καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, αναγκάζω κάποιον να δώσει εγγύηση (α. «κατηγγύησεν αὐτὴν… … Dictionary of Greek